Τους τελευταίους δύο αιώνες ο λεγόμενος δυτικός κόσμος βρέθηκε στο επίκεντρο μιας αλυσιδωτής αντίδρασης δραματικών αλλαγών στην επιστήμη, την τεχνολογία, την εκβιομηχάνιση, τον κοινωνικό μετασχηματισμό, την αστικοποίηση, την αγροτική ανάπτυξη μεταξύ άλλων. Όσον αφορά στη γεωργία, οι τεχνολογικές καινοτομίες της εποχής άλλαξαν τους όρους της δραστηριότητας φέρνοντας στο προσκήνιο την σήμερα αποκαλούμενη συμβατική γεωργία – επίσης γνωστή και με τους όρους βιομηχανική ή εντατική γεωργία – η οποία προοδευτικά επικράτησε ως η κυρίαρχη γεωργική πρακτική. Κοιτάζοντας αναδρομικά, μπορεί κανείς να διαπιστώσει το εξής παράδοξο: μολονότι η συμβατική γεωργία βασίζεται αποκλειστικά στην επιστήμη και την τεχνολογία, υστερεί σημαντικά σε ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτογνωσία. Αυτός ο ισχυρισμός βασίζεται στο γεγονός ότι πρόκειται ουσιαστικά για μια πρακτική δραστηριότητα με πρωταρχικό στόχο την εντατική παραγωγή διατροφικών προϊόντων, χωρίς ιδιαίτερη ανησυχία σχετικά με το αν αυτό συνεπάγεται εξαντλητική χρήση των διαθέσιμων πόρων (έδαφος, υδάτινο και αέριο περιβάλλον, πρώτες ύλες, ορυκτά καύσιμα κ.λπ.). Η συλλογιστική της συμβατικής γεωργίας εστιάζει κυρίως και νομιμοποιείται από το άλλοθι της παραγωγικότητας. Οι υπέρμαχοί της την υπερασπίζονται με το σκεπτικό ότι χωρίς τις συμβατικές πρακτικές της βιομηχανικής γεωργίας, δηλαδή την εντατική χρήση βιομηχανικών χημικών για τη θρέψη και προστασία των φυτών, δεν μπορεί να διασφαλιστεί η επάρκεια τροφίμων για τα σχεδόν 8 δισεκατομμύρια κατοίκους αυτού του πλανήτη, και από μόνο του αυτό το γεγονός γίνεται αποδεκτό ως επαρκής λόγος για να αντισταθμιστεί κάθε ένσταση σχετικά με τις υπολειμματικές περιβαλλοντικές ζημίες.

Κατ’ αρχήν, ο όρος “συμβατική γεωργία” μπορεί να παρερμηνευθεί, αν εκληφθεί ως όρος αναφοράς ανεξάρτητα από χρονικούς περιορισμούς, επειδή αυτό που σήμερα αποκαλούμε συμβατικό – με όρους ιστορικού χρόνου – έκανε την εμφάνισή του σχετικά πρόσφατα στο δεύτερο μισό του 19ου και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και σάρωσε γρήγορα τον ανυποψίαστο δυτικό κόσμο παράλληλα με την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Δεν είναι σύμπτωση ότι, μετά την εκτεταμένη αστικοποίηση και την επακόλουθη έκρηξη του πληθυσμού των τότε αναπτυσσόμενων δυτικών κοινωνιών, η απάντηση στην οξεία ανάγκη για επαρκή τροφή ήρθε με τη μορφή και τις πρακτικές αυτού που σήμερα αποκαλούμε συμβατικό τρόπο ανάπτυξης του φυτικού και ζωικού κεφαλαίου. Με αυτήν την έννοια, η συμβατική γεωργία είναι ταυτόχρονα αιτία και αποτέλεσμα του σύγχρονου δυτικού τρόπου ζωής, και επομένως σχετικά πρόσφατο δημιούργημα. Στο πλαίσιο των έντονων χωρίς προηγούμενο κοινωνικών μετασχηματισμών της εποχής, πιεστικό ζητούμενο ήταν ένας αρκετά αποτελεσματικός τρόπος να τραφούν οι συνεχώς αυξανόμενοι αστικοί πληθυσμοί, οπότε οι τυχόν αντιρρήσεις για αναδυόμενα περιβαλλοντικά ζητήματα δεν θα μπορούσαν ασφαλώς να θεωρηθούν ως κορυφαία προτεραιότητα, αλλά μάλλον να γίνουν ανεκτές ως αναπόφευκτες παράπλευρες απώλειες.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, με την προοδευτικά αυξανόμενη εξάρτηση των γεωργικών πρακτικών από τη λεγόμενη βιομηχανική ή εντατική γεωργία, ο κόσμος άρχισε σταδιακά να γίνεται μάρτυρας ενός παράδοξου: ενώ η συμβατική γεωργία και κτηνοτροφία ευαγγελιζόταν μια ανεξάντλητη παρακαταθήκη πρώτων υλών μέσω της τεχνολογίας, η οποία θεωρητικά την ανεξαρτητοποιούσε από φυσικούς περιορισμούς, στην πράξη η αυξανόμενη εξαντλητική εκμετάλλευση των διαθέσιμων περιβαλλοντικών και ανθρωπογενών πόρων είχε ως αποτέλεσμα μη βιώσιμες γεωργικές πρακτικές. Η περιβαλλοντική υποβάθμιση έγινε εμφανής μέσω της μείωσης της βιοποικιλότητας, της κατάχρησης και της μόλυνσης των υδάτινων πόρων, και της προοδευτικής κατάρρευσης των οικοσυστημάτων μειώνοντας σταδιακά την παραγωγικότητα στις αγροτικές δραστηριότητες, παρά τις συνεχώς αυξανόμενες αντισταθμιστικές εισροές χημικών ουσιών, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν σε μη αναστρέψιμη υποβάθμιση των περιβαλλοντικών δεικτών και τελικά – σε αντίθεση με τις αρχικές φιλοδοξίες – προοδευτική αποτυχία επίτευξης επαρκών αποδόσεων καλλιεργειών, ώστε να διατηρηθεί η κοινωνικοοικονομική δομή και η συνοχή και σταθερότητα των τοπικών αγροτικών κοινοτήτων.